Χρειάστηκαν να περάσουν πολλά χρόνια, και να φθάσουμε, λίγο πριν τη δύση του 20ού αιώνα, να αποφασιστεί από την ελληνική κυβέρνηση η προμήθεια νέων πυραυλακάτων, πάλι σε ελληνικά ναυπηγεία. Επρόκειτο για τη ναυπήγηση από τα Ναυπηγεία Ελευσίνας του τύπου ΡΟΥΣΣΕΝ, που βασιζόταν στο βρετανικό σχέδιο Super Vita της Vosper Thornycroft. Επρόκειτο για μια αμφιλεγόμενη επιλογή, που πολλοί αποδίδουν προσωπικά στον τότε πρωθυπουργό Κ. Σημίτη, η οποία όμως ταλανίστηκε από πολλά κατασκευα- στικά προβλήματα και φήμες.
Οι τελευταίες αφορούσαν εν πολλοίς -αλλά όχι μόνο- την πολιτική καταμερισμού της εξοπλιστικής «πίτας» και την κατακύρωση ελληνικής στρατιωτικής προμήθειας στη Βρετανία παρά τις θέσεις αυτής, για παράδειγμα στο θέμα των S-300 και στο Κυπριακό. Το Πολεμικό Ναυτικό (Π.Ν.) ήταν πρωτοπόρο όχι μόνο στην ένταξη των ταχέων περιπολικών κατευθυνόμενων βλημάτων (ΤΠΚ) ή -όπως συνηθίστηκε να ονομάζονται- πυραυλακάτων στη δύναμή του, αλλά και γενικότερα ταχέων σκαφών κρούσης, αρχίζοντας από την επιτυχή υιοθέτηση του πυρπολικού κατά την επανάσταση του 1821. Το 1969 υπήρξε πρωτοπόρο στην παραγγελία ΤΠΚ, με τον τύπο Combattante II.
Η πρακτική του Π.Ν. με τα πλοία αυτά, αλλά και με τα επόμενα που ακολούθησαν (Combattante IIIA) και ναυπηγήθηκαν εν πολλοίς στην Ελλάδα (Combattante IIIB) ήταν η ταχεία έξοδος στο Αιγαίο, η αγκίστρωση σε προκαθορισμένες θέσεις και η προσβολή με βλήματα σημαντικών εχθρικών αμφίβιων και ναυτικών μονάδων προς αποφυγή και αποτροπή απόβασης. Ο οπλισμός πυροβόλων θα χρησιμοποιούνταν για την αυτοάμυνα του πλοίου εναντίον εναερίων απειλών και εχθρικών καταδιωκτικών περιπολικών επιφανείας, και δευτερευόντως για καταβύθιση πληγέντων εχθρικών πλοίων ή σκαφών. Επιπλέον, θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για εμπλοκή μικρών αποβατικών και λοιπών (π.χ. ναρκαλιευτικών) μονάδων του εχθρού. Είναι αμφίβολο όμως αν υπήρχε δυνατότητα χρήσης των πυροβόλων για άμεση έστω (με οπτική παρατήρηση) προσβολή εχθρικών στόχων στο έδαφος.
Οι νέες ανάγκες
Προ δεκαπενταετίας, η τότε Διοίκηση Αντιτορπιλικών είχε όλα τα «χαρτιά» στα χέρια της και όλοι σχεδόν οι οικονομικοί πόροι διοχετεύονταν προς τα εκεί, με επιχειρήματα περισσότερο (ανάγκη συνοδευτικών πλοίων για την προστασία νηοπομπών προς τα νησιά και την Κύπρο, ανθυποβρυχιακές δυνάμεις για προστασία των θαλάσσιων οδών) ή λιγότερο βάσιμα. Στα τέλη όμως του αιώνα, τα πράγματα άλλαξαν και το ευνόητο έγινε στην ελληνική επιχειρησιακή πραγματικότητα κατανοητό. Οι πυραυλάκατοι δεν είναι υποκατάστατο των πλοίων μάχης. Είναι πλοία επιδρομής και κρούσης, με πολύ μεγάλη χρησιμότητα και παρέχουν δυνατότητες που μια φρεγάτα απλά δεν παρέχει, και μάλιστα με ένα κλάσμα του κόστους αυτής. Για να το πράξουν αυτό πρέπει να είναι νέα σχέδια, με σύγχρονα μέσα, και όχι «απομεινάρια άλλης εποχής».
Το Π.Ν. έθεσε προδιαγραφή για πλοία εκτοπίσματος των 550 τόνων, με μέγιστη ταχύτητα περί τους 34 κόμβους και εμβέλεια, με αυτή την ταχύτητα, γύρω στα 1.000 ναυτικά μίλια. Επίσης, η εμμονή όλων των συμμετεχόντων σε επιδόσεις χαμηλού ίχνους σε διάφορες περιοχές του φάσματος οδηγεί στο ότι αυτή η προδιαγραφή υπήρχε, σε πλήρη συμφωνία με την τάση του Π.Ν. να ακολουθεί τις εξελίξεις της ναυτικής τεχνολογίας. Άλλωστε, είναι πλέον δύσκολο για πλοία επιδρομής να επιβιώσουν χωρίς τέτοιες προδιαγραφές. Και αν ακόμη δεν υπήρχε απαίτηση, είναι σχεδόν βέβαιο το ότι το Π.Ν. θα πριμοδοτούσε, στην αξιολόγηση, την ύπαρξη τέτοιων δυνατοτήτων.
Το δόγμα της ενέδρας προϋποθέτει απόκρυψη, και φυσικά σήμερα η μείωση του ίχνους είναι απαραίτητη παράμετρος σε αυτήντην εξίσωση. Η μεγάλη εμβέλεια και με ικανή ταχύτητα υποδήλωναν ένα νέο ρόλο για αυτά τα πλοία. Σε αντίθεση με τις γνωστές περιπολίες στο Αιγαίο -όπου η εμβέλεια είναι μικρής σημασίας αφού μέγιστο μέρος του χρόνου αποστολής αφορά την αγκίστρωση σε θέσεις ενέδρας προδιαγραφές μακράς εμβέλειας με μεγάλη ταχύτητα σημαίνουν πιθανή χρήση των σκαφών στο τρίγωνο Ρόδου- Κρήτης- Κύπρου στα πλαίσια του δόγματος Ενιαίου Αμυντικού Χώρου (ΕΑΧ). Φυσικά, τέτοια πλοία δεν μπορούσαν να συνοδεύσουν νηοπομπές. Όμως, μπορούσαν να εκτελέσουν επιθετική σάρωση, εμποδίζοντας ή διασπώντας τον αποκλεισμό της Μεγαλονήσου, ανοίγοντας το δρόμο στις φιλικές νηοπομπές, παρέχοντας μια ταχύτατη ναυτική ενίσχυση στην Εθνική Φρουρά που θα απέτρεπε αποβάσεις τουρκικών δυνάμεων στα νώτα των ελεύθερων περιοχών, και γενικά θα αναλάμβαναν ένα μεγάλο φάσμα αποστολών αναχαίτισης και καταστροφής.
Το μεγαλύτερο εκτόπισμα δεν θεωρούνταν επιθυμητό, παρά το γεγονός ότι παρέχει γενικώς αυξημένη ευστάθεια σε άσχημο καιρό (προκειμένου για πλοία του ίδιου σχεδίου) και περισσότερο χώρο για τοποθέτηση όπλων και αισθητήρων. Το μικρότερο μέγεθος όμως έχει μερικά σημαντικά πλεονεκτήματα. Για πλοία παρόμοιου σχεδίου, προσφέρει μικρότερο ίχνος ραντάρ, για την κίνησή του απαιτεί μικρότερη ιπποδύναμη, λιγότερα καύσιμα και για τους χειρισμούς μικρότερο πλήρωμα ή μικρότερο κόστος ολοκληρωμένων συστημάτων διαχείρισης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου