Κάθε φορά που προκύπτει κάποια κρίση στο νησιωτικό χώρο του Αιγαίου, ενεργοποιούνται οι σχεδιαστές άμυνας, αναζητώντας τρόπους αντιμετώπισής της. Ο προβληματισμός ξεκίνησε τη δεκαετία του ΄70 και συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Είναι όμως αλήθεια ότι τα ερωτήματα που έχουν έτοιμες απαντήσεις δεν ωφελούν και οδηγούν σε στερεότυπες λύσεις. Δυστυχώς για τα ελληνικά δεδομένα, οι λύσεις στηρίχτηκαν σε έτοιμες συνταγές, που εφαρμόζονταν σε ηπειρωτικούς χώρους, χωρίς να ληφθεί σοβαρά υπόψη η ιδιομορφία του ελληνικού νησιωτικού χώρου.
Παρά τις όποιες βελτιώσεις, η έλλειψη διακλαδικότητας και η επιμονή των Γενικών Επιτελείων σε αυτόνομες λύσεις καθώς και η έλλειψη ενός ενιαίου και αποτελεσματικού συστήματος αντιμετώπισης κρίσεων (με σημείο αναφοράς το αντίστοιχο του ΥΠΕΞ) και ενός αποτελεσματικού συστήματος στρατιωτικών πληροφοριών, συνδεδεμένου με το σύστημα κρίσεων, άφησαν κενά, τα οποία εκμεταλλεύεται ο αντίπαλος. Οι συστηματικές και επαναλαμβανόμενες τουρκικές προκλήσεις στην περιοχή των Δωδεκανήσων και κυρίως στα μικρονήσια πέριξ της Καλύμνου, σε συνδυασμό με αυτές στο κεντρικό Αιγαίο, δείχνουν ξεκάθαρα τις τουρκικές επιδιώξεις. Σε ό,τι αφορά την απραξία, αυτή ποτέ δεν αποδείχτηκε ο καλύτερος σύμβουλος, γιατί η μείωση των κυριαρχικών δικαιωμάτων έρχεται συνήθως σταδιακά με μορφή παράλυσης από τα άκρα προς το κεφάλι, όπως έλεγε και ο αείμνηστος Κονδύλης. Είναι πλέον φανερό ότι η Τουρκία δεν θα επιλέξει επιθετικές ενέργειες, όπως αναμέναμε τη δεκαετία του ΄70, αλλά θα επιδιώξει να παγιώσει την κατάσταση μέσα από καθημερινές πρακτικές, στα ευαίσθητα σημεία της περιοχής του Αιγαίου. Η αντιμετώπιση και η εξουδετέρωση της υφέρπουσας απειλής μπορεί να στηριχτεί μόνο σε νέες λύσεις, όπως πράττουν οι προοδευτικοί άνθρωποι στον διεθνή χώρο, και όχι με συνταγές παλαιάς κοπής και πολυχρησιμοποιημένες, όπως συνήθως πράττουν ηγέτες με αραχνιασμένες αντιλήψεις, που έχουν συνηθίσει να συμφωνούν με όλους και με όλα. Αυτοί που γεννούν σκέψη θέτουν ερωτήματα και ψάχνουν απαντήσεις, ενώ όσοι διακατέχονται από αδράνεια και μόνιμο φόβο ψάχνουν μόνο έτοιμες απαντήσεις σε ερωτήματα που τους θέτουν συνήθως άλλοι, όταν παρουσιαστεί η κρίση…
Η άμυνα των νήσων είναι ένα ζήτημα μείζονος σημασίας για τη χώρα μας αλλά σε διεθνές επίπεδο θεωρείται σπατάλη δυνάμεων, αφού η νέα μορφή πολέμου επικεντρώνεται σε οικονομικά δεδομένα. Άλλωστε, μετά τον Β’ ΠΠ, οι μεγάλες δυνάμεις εστιάζουν στις επιθετικές επιχειρήσεις κατάληψης νήσων και όχι στην προστασία των τελευταίων, για τον απλό λόγο ότι δεν απειλείται η εθνική τους ακεραιότητα από τη κατάληψη νήσων από εχθρικές δυνάμεις, όπως συμβαίνει στην ελληνική περίπτωση.
Ειδικότερα, μετά το 1974 και την εισβολή στην Κύπρο, μόνο η Ταϊβάν αντιμετωπίζει το ίδιο πρόβλημα, η οποία διαθέτει συμπλέγματα μικρών νήσων σε μικρή απόσταση από την ηπειρωτική Κίνα και ο τρόπος προστασίας τους είναι κάποια πυραυλικά συστήματα για την προσβολή στόχων επιφανείας.
Οι Σουηδοί και οι Νορβηγοί έχουν ασχοληθεί με την άμυνα ακτών. Η γεωγραφική διαμόρφωση όμως των ακτών τους είναι περίπλοκη, με πολλούς κολπίσκους (φιόρδ), και η άμυνα μπορεί να επιτευχθεί με κινητές δυνάμεις, που περιλαμβάνουν πυραυλικά συστήματα για εξουδετέρωση πλοίων αποβάσεως. Οι δυνάμεις αυτές μετακινούνται από ακτή σε ακτή μέσω της ασφαλούς ενδοχώρας και με ταχύπλοα από ακτή σε ακτή. Για το σκοπό αυτό έχουν προσαρμόσει ανάλογα και τα εξοπλιστικά τους προγράμματα. Σε κάθε περίπτωση, η άμυνα των νήσων είναι μια ιδιάζουσα επιχειρησιακή περίπτωση, ειδικά όταν αφορά ένα σύμπλεγμα νήσων που βρίσκονται σε μικρή απόσταση από την ηπειρωτική χώρα του αντιπάλου.
Η κρίση των Ιμίων το 1996 ήταν η αφορμή για να αφυπνιστεί η Ελλάδα και να συνειδητοποιήσει ότι η Τουρκία έχει στρέψει την προσοχή της από τα μεγάλα νησιά στη δημιουργία «γκρίζων ζωνών» για τη διεκδίκηση μέρους του Αιγαίου. Για το λόγο αυτό άρχισαν να δημιουργούνται ειδικές μονάδες για αντιμετώπιση παρόμοιων καταστάσεων (Ζ’ ΜΑΚ), ενώ το σύστημα χειρισμού κρίσεων άρχισε να εξετάζει και περιπτώσεις που στο παρελθόν αντιμετωπίζονταν ως ρουτίνας, όπως για παράδειγμα αυτή του τουρκικού εμπορικού πλοίου που είχε προηγηθεί των Ιμίων και ζητούσε βοήθεια μόνο από τα τουρκικά σκάφη.
Φυσικά, η γεωπολιτική σημασία του ελληνικού νησιωτικού συμπλέγματος στο Αιγαίο είναι γνωστή από την αρχαιότητα. Στη σύγχρονη εποχή, και ειδικότερα κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου όταν η άμυνα της χώρας ήταν προσανατολισμένη προς το Βορρά, τα ελληνικά νησιά έδιναν βάθος στην αμυντική γραμμή των βόρειων συνόρων αλλά και στα Στενά του Βοσπόρου. Όποιος κατείχε τα Στενά, ουσιαστικά απαγόρευε τη διέλευση των εχθρικών πλοίων προς την Κεντρική και Ανατολική Μεσόγειο, ακόμη και αν είχαν καταληφθεί τα Στενά.
Η Λήμνος, ακόμη και την εποχή του Α’ Π.Π., αποτελούσε για τους Συμμάχους προέκταση των Δαρδανελίων και, στο νοτιότερο άκρο, η Κρήτη αποτελούσε τη μεγάλη αεροπορική και ναυτική βάση που θα υποστήριζε τις επιχειρήσεις στο Αιγαίο, αλλά και την τελευταία γραμμή άμυνας, η οποία δεν έπρεπε να καταληφθεί από τον αντίπαλο. Είναι επίσης γνωστό ότι στις επιχειρήσεις στο Κουβέιτ και στο Ιράκ, η Κρήτη χρησιμοποιήθηκε ως ο ενδιάμεσος σταθμός ανεφοδιασμού πλοίων και αεροσκαφών.
Μετά το 1974, που έγινε σαφής η επεκτατική πολιτική της Τουρκίας, η οποία έχει θέσει ως κύριο στόχο την επέκταση του ζωτικού της χώρου στο Αιγαίο, η ελληνική πλευρά αναγκάστηκε να οργανώσει σε πρώτη φάση την άμυνα των μεγάλων και ενδιάμεσης έκτασης νήσων. Όταν η τουρκική απειλή και οι επιδιώξεις στράφηκαν στα μικρά νησιά, η Ελλάδα έστειλε και εκεί στρατιωτική δύναμη για να δηλώσει την παρουσία της και να τα φυλάσσει. Τότε η τουρκική στρατιωτική απειλή στράφηκε στη διεκδίκηση του μισού Αιγαίου (25ος μεσημβρινός) μέσω της επέκτασης των τουρκικών ενδιαφερόντων στις χιλιάδες βραχονησίδες, οι οποίες ήταν αδύνατον να φυλαχτούν με στρατιωτική δύναμη. Αυτό το επιδιώκει η Τουρκία με μικρότερο κόστος από αυτό της διεξαγωγής πολεμικών επιχειρήσεων μεγάλης κλίμακας, εναντίον κάποιου μεγάλου νησιού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου