Η πρωτοκαθεδρία στην περιοχή και η ευθύνη απέναντι στον κόσμο
του Πρέσβη Rahman Mustafayev*
Στις 28 Μαΐου οι πολίτες του Αζερμπαϊτζάν γιορτάζουν την πιο σημαντική εθνική τους γιορτή, την Ημέρα της Δημοκρατίας. Την ημέρα αυτή το 1918 ανακηρύχθηκε η Λαοκρατική Δημοκρατία του Αζερμπαϊτζάν – η πρώτη κοινοβουλευτική δημοκρατία στον μουσουλμανικό κόσμο.
Η Λαοκρατική Δημοκρατία του Αζερμπαϊτζάν ιδρύθηκε από τους ηγέτες του αζέρικου εθνικού-δημοκρατικού κινήματος. Είχαν σπουδάσει στα κορυφαία ευρωπαϊκά και ρωσικά πανεπιστήμια και είχαν αποκτήσει την εμπειρία της πολιτικής και κοινοβουλευτικής δραστηριότητας στο ρωσικό κοινοβούλιο και τα ρωσικά πολιτικά κόμματα. Κατάφεραν να ιδρύσουν το πρώτο δημοκρατικό πολίτευμα με πολυκομματικό κοινοβούλιο στην Ανατολή. Στο κοινοβούλιο εκπροσωπούνταν 11 κορυφαία πολιτικά κόμματα της Δημοκρατίας και οι βασικές εθνικές της μειονότητες. Ο εκλογικός νόμος που ψηφίστηκε το 1919 έδωσε στις γυναίκες ίσα εκλογικά δικαιώματα με τους άντρες – η καινοτομία αυτή εκείνη την περίοδο δεν υπήρχε στην εκλογική πρακτική ακόμη και μεγάλων ευρωπαϊκών χωρών, όπως η Αγγλία, η Γαλλία και η Ελβετία.
Κατά τη σύντομη περίοδο της ύπαρξής της – 23 μήνες (από τις 28 Μαΐου του 1918 έως τις 28 Απριλίου του 1920) η Λαοκρατική Δημοκρατία του Αζερμπαϊτζάν διαδραμάτισε έναν σημαντικό ρόλο στην περιοχή. Ο ρόλος αυτός προσδιοριζόταν από τη στρατηγική της θέση στη διασταύρωση των συμφερόντων και σφαιρών επιρροής των Μεγάλων Δυνάμεων – της Ρωσίας και των χωρών της «Μεγάλης Τετράδας» που νίκησαν στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο (ΗΠΑ, Αγγλία, Γαλλία και Ιταλία), της Οθωμανικής αυτοκρατορίας (Τουρκία), το πετρελαϊκό δυναμικό της χώρας, καθώς και τους αντικειμενικούς γεωγραφικούς και δημογραφικούς παράγοντες. Η «Πρώτη Δημοκρατία» ήταν το μεγαλύτερο κράτος του νότιου Καυκάσου. Η έκτασή της ήταν 114 χιλ. τετρ. χλμ. ή σχεδόν το 40% της έκτασης της Υπερκαυκασίας και ο πληθυσμός – 2,8 εκατομμύρια άτομα ή περίπου το 50% του πληθυσμού της περιοχής. Δεν είναι τυχαίο ότι στις αρχές του 1920 στο Μπακού λειτουργούσαν περίπου 20 Προξενεία και Διπλωματικές Αποστολές διαφόρων χωρών. Η Λαϊκή Δημοκρατία του Αζερμπαϊτζάν άνοιξε τις Πρεσβείες της σε 15 πρωτεύουσες ξένων χωρών.
Από τις πρώτες μέρες της ανεξάρτητης ανάπτυξής της η Λαοκρατική Δημοκρατία του Αζερμπαϊτζάν ακολούθησε συνεπή πολιτική γραμμή για τη σύναψη ισότιμων σχέσεων με τη Σοβιετική Ρωσία, την Τουρκία, τις ΗΠΑ και τις ευρωπαϊκές χώρες. Η γραμμή αυτή εξέφραζε το αντικειμενικό ενδιαφέρον της κυβέρνησης της «Πρώτης Δημοκρατίας» για διπλωματική αναγνώριση εκ μέρους των χωρών αυτών, για τη σύναψη των ισότιμων διακρατικών σχέσεων μαζί τους, οι οποίες θα εγγυώνταν την ασφάλεια και την ανάπτυξη της Δημοκρατίας.
Αντιθέτως, η σοβιετική, μπολσεβίκικη Ρωσία ακολουθούσε την πολιτική της διπλωματικής μη αναγνώρισης της Λαοκρατικής Δημοκρατίας του Αζερμπαϊτζάν και της ταυτόχρονης στρατιωτικής και πολιτικής πίεσης εις βάρος της, τής αποδυνάμωσης των θέσεών της στο διεθνή στίβο. Οι ηγέτες της μπολσεβίκικης Ρωσίας, οι οποίοι μελετούσαν το ενδεχόμενο να αναγνωριστεί η ανεξαρτησία της Γεωργίας και της Αρμενίας, απέκλειαν έστω και την παραμικρή δυνατότητα της αναγνώρισης της Λαοκρατικής Δημοκρατίας του Αζερμπαϊτζάν. Για ποιο λόγο όμως; Το Αζερμπαϊτζάν ήταν πλούσιο σε κοιτάσματα πετρελαίου, τα οποία είχαν ιδιαίτερη αξία για τη ρωσική οικονομία που είχε αποδυναμωθεί από τον παγκόσμιο και τον εμφύλιο πόλεμο, και κατείχε πλεονεκτική στρατηγική θέση στις προσβάσεις προς την Τουρκία και το Ιράν και αποτελούσε για τη Σοβιετική Ρωσία έναν ασύγκριτα πιο σημαντικό στόχο από τη Γεωργία και την Αρμενία μαζί. Η κατοχή του Αζερμπαϊτζάν επέτρεπε στην ηγεσία της Σοβιετικής Ρωσίας να επιλύσει μια ολόκληρη σειρά στρατηγικών στόχων της εξωτερικής πολιτικής της.
Πρώτα, διασφάλισε τη δημιουργία ενός βολικού προγεφυρώματος στην περιοχή για τη μετέπειτα σοβιετικοποίηση της Γεωργίας και της Αρμενίας και, σε τελική ανάλυση, την επιστροφή όλης της Υπερκαυκασίας στη σφαίρα της ρωσικής επιρροής.
Δεύτερον, ήταν σημαντική για τον αποκλεισμό των ανταγωνιστριών δυνάμεων από την Υπερκαυκασία, την Κασπία θάλασσα και την περιοχή της Κεντρικής Ασίας.
Τρίτον, δημιουργούσε ευνοϊκές συνθήκες για τη στήριξη της καινούριας κυβέρνησης της Τουρκίας, η οποία, εξαιτίας της αντιδυτικής της φύσης, γινόταν στο τότε σκηνικό ο μόνος σύμμαχος της Σοβιετικής Ρωσίας στην περιοχή.
Τέταρτον, η εγκαθίδρυση του σοβιετικού καθεστώτος στο Αζερμπαϊτζάν τον Απρίλιο-Μάιο του 1920 είχε πολύ μεγάλη ιδεολογική και πολιτική σημασία για τους μπολσεβίκους από την άποψη της προπαγάνδας των ιδεών του κομμουνισμού στην μουσουλμανική Ανατολή.
Η άρνηση του δικαιώματος των Αζέρων της Υπερκαυκασίας να ιδρύσουν ένα ανεξάρτητο κράτος με πρωτεύουσα το πλούσιο σε πετρέλαιο Μπακού έφερνε τη Σοβιετική Ρωσία κοντά με τις αρμένικες εθνικιστικές δυνάμεις. Σύμβολο αυτής της συμμαχίας μεταξύ των μπολσεβίκων και των Αρμενίων έγινε η τρομοκρατία που εξαπολύθηκε τον Μάρτιο του 1918 εις βάρος του άμαχου αζέρικου πληθυσμού του Μπακού και άλλων περιοχών του Αζερμπαϊτζάν, κατά την οποία σκοτώθηκαν περίπου 20 χιλιάδες άμαχοι πολίτες, και η καλοκαιρινή (Ιούνιος-Σεπτέμβριος του 1918) στρατιωτική εκστρατεία κατά της Λαοκρατικής Δημοκρατίας του Αζερμπαϊτζάν. Ο στρατός που πολέμησε κατά της κυβέρνησης της Λαοκρατικής Δημοκρατίας του Αζερμπαϊτζάν κατά 60-70% αποτελείτο από Αρμένιους.
Οι πολιτικές δυνάμεις της Αρμενίας διεκδικούσαν ένα σημαντικό μέρος της έκτασης της «Πρώτης Δημοκρατίας», περιλαμβανομένης, πρώτα και κύρια, της πλούσιας σε πετρέλαιο περιοχής του Μπακού. Ως αποτέλεσμα η κυβέρνηση της ντασνακτσακάνικης (από το αρμένικο αστικό εθνικιστικό κόμμα Ντασνακτουτιούν) Αρμενίας καθ’ όλη τη διάρκεια ζωής της Λαοκρατικής Δημοκρατίας του Αζερμπαϊτζάν διεξήγαγε στρατιωτικές επιχειρήσεις εναντίον της και στήριζε τον αρμένικο αυτονομισμό στις περιοχές του Καραμπάχ, του Ζανγκεζούρ και του Ναχιτσεβάν. Η εξέγερση στο ορεινό μέρος του Καραμπάχ το Μάρτιο του 1920 που παρακινήθηκε από την αρμένικη κυβέρνηση ανάγκασε την κυβέρνηση της Λαοκρατικής Δημοκρατίας του Αζερμπαϊτζάν να μεταφέρει σχεδόν όλες τις ένοπλες δυνάμεις της στην περιοχή και, κατ’ αυτόν τον τρόπο, έμεινε απροστάτευτη εν όψει της μπολσεβίκικης εισβολής από τον βορά τον Απρίλιο του 1920.
Οι σχέσεις της Λαοκρατικής Δημοκρατίας του Αζερμπαϊτζάν με την Οθωμανική Τουρκία διαμορφώνονται αντιφατικά. Οι στρατιωτικές και πολιτικές ελίτ της Οθωμανικής αυτοκρατορίας έβλεπαν με διαφορετικό τρόπο τη θέση και το ρόλο της «Πρώτης Δημοκρατίας» στην περιφερειακή τους πολιτική. Οι μεν – οι Νεότουρκοι – τον Μάιο-Οκτώβριο του 1918 παρείχαν στρατιωτική και πολιτική βοήθεια στη νεαρή κυβέρνηση του Αζερμπαϊτζάν. Ο τουρκικός στρατός ήταν εκείνος που έσωσε τον αζερμπαϊτζάνικο πληθυσμό από την τρομοκρατία εκ μέρους των μπολσεβίκων και των Αρμένιων εθνικιστών. Ταυτόχρονα, με τη βοήθεια του Αζερμπαϊτζάν, οι Νεότουρκοι επιθυμούσαν να εξασφαλίσουν πρόσβαση στα πετρέλαια του Μπακού και την Κασπία θάλασσα, να διευρύνουν την επιρροή της Κωνσταντινούπολης μέχρι το Βόρειο Καύκασο και την Κεντρική Ασία.
Οι δε – οπαδοί του Μουσταφά Κεμάλ και Τούρκοι κομμουνιστές – στήριζαν τη στρατηγική τους πάνω στο ότι η άνοδος των κομμουνιστών στην εξουσία στο Αζερμπαϊτζάν θα αποδειχθεί συμφέρουσα για την καινούρια κυβέρνηση της Άγκυρας ούτως ώστε να εξασφαλίσει στρατιωτική και οικονομική βοήθεια από τη Σοβιετική Ρωσία για να μπορέσει να αποκρούσει την εξωτερική εισβολή. Στις 26 Απριλίου του 1920 ο Μουσταφά Κεμάλ στην επιστολή του προς τον Λένιν, τότε επικεφαλής της κυβέρνησης της Σοβιετικής Ρωσίας, ουσιαστικά πρόσφερε βοήθεια στη Μόσχα για την αλλαγή της διακυβέρνησης του Αζερμπαϊτζάν, επισημαίνοντας ότι σε αντάλλαγμα της στρατιωτικής και οικονομικής στήριξης από τη Σοβιετική Ρωσία η «τουρκική κυβέρνηση υποχρεούται να αναγκάσει τη Δημοκρατία του Αζερμπαϊτζάν να ενταχθεί στον κύκλο των σοβιετικών κρατών».
Σ’ ό, τι αφορά τη «Μεγάλη Τετράδα» (ΗΠΑ, Αγγλία, Γαλλία και Ιταλία), η στήριξη της Λαοκρατικής Δημοκρατίας του Αζερμπαϊτζάν από τη μεριά της στην περιφερειακή τους στρατηγική είχε έναν περιορισμένο χαρακτήρα ως προς το χρόνο (από τα τέλη του 1918 έως τις αρχές του 1920) και την ουσία της. Εξέταζαν τις σχέσεις με τη Λαοκρατική Δημοκρατία του Αζερμπαϊτζάν μέσα από το πρίσμα της επίλυσης του «ρωσικού ζητήματος», το οποίο είχε μεγαλύτερη προτεραιότητα γι’ αυτούς. Ως επίλυση, νοείτο η στρατιωτική και διπλωματική στήριξη των αντιμπολσεβίκικων δυνάμεων, η καταπολέμηση της κομμουνιστικής απειλής για την Ευρώπη, η ουδετεροποίηση των προσπαθειών εξόδου των μπολσεβίκων στις παραδοσιακές σφαίρες επιρροής των «σύμμαχων δυνάμεων» στη Μέση Ανατολή. Εκτός τούτου, στα τέλη του 1919 – αρχές του 1920 οι χώρες αυτές δεν είχαν πλέον ούτε οικονομικές, ούτε πολιτικές, ούτε στρατιωτικές δυνατότητες για να παρέχουν στήριξη στη Λαοκρατική Δημοκρατία του Αζερμπαϊτζάν στην αντιπαράθεσή της με τη Ρωσία. Ως αποτέλεσμα, μόλις στις 11 Ιανουαρίου του 1920 – τρεις μήνες πριν από την πτώση της Λαοκρατικής Δημοκρατίας του Αζερμπαϊτζάν – η συνδιάσκεψη ειρήνης του Παρισιού αναγνώρισε de facto την ανεξαρτησία της Λαοκρατικής Δημοκρατίας του Αζερμπαϊτζάν, παρέχοντάς της αμιγώς συμβολική πολιτική στήριξη.
Όλοι αυτοί οι παράγοντες – ο διπλωματικός αγώνας της Σοβιετικής Ρωσίας κατά της ανεξαρτησίας του Αζερμπαϊτζάν, οι στρατιωτικές ενέργειες της Αρμενίας κατά του Αζερμπαϊτζάν, η έλλειψη στήριξης εκ μέρους των δυνάμεων που νίκησαν στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο - προκαθόρισαν την πτώση της Λαοκρατικής Δημοκρατίας του Αζερμπαϊτζάν. Η κατάληψη της χώρας από τις δυνάμεις του Κόκκινου στρατού στις 28 Απριλίου του 1920 έθεσαν τέρμα στην 23μηνη περίοδο ανεξαρτησίας της Πρώτης Δημοκρατίας.
Ύστερα από 71 χρόνια, μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης, τον Οκτώβριο του 1991, το Αζερμπαϊτζάν αποκατέστησε την ανεξαρτησία του. Η «Τρίτη Δημοκρατία» (αν αποδεχτούμε ως «Δεύτερη Δημοκρατία» το Σοβιετικό Αζερμπαϊτζάν της περιόδου 1920-1991) βρέθηκε αμέσως στη διασταύρωση των συμφερόντων των πλέον σημαντικών περιφερειακών και παγκόσμιων δυνάμεων. Ο διάσημος Αμερικανός πολιτικός επιστήμονας Ζμπίγκνιου Μπρζεζίνσκι στο βιβλίο του «Η μεγάλη σκακιέρα» (The Grand Chessboard: American Primacy and Its Geostrategic Imperatives) αναφέρθηκε στο Αζερμπαϊτζάν ως «κατ’ αρχήν σπουδαίο γεωπολιτικό κέντρο», το οποίο ελέγχει την πρόσβαση στον πλούτο του λεκανοπεδίου της Κασπίας, από το οποίο εξαρτώνται οι τύχες της ανεξαρτησίας των χωρών του Νότιου Καυκάσου και της Κεντρικής Ασίας.
Η στρατηγική θέση της χώρας στη διασταύρωση των συμφερόντων των ανταγωνιστικών Μεγάλων Δυνάμεων προκαθόρισε τις προτεραιότητες της εξωτερικής της πολιτικής. Το Αζερμπαϊτζάν ακολουθεί μια ισορροπημένη πολιτική με τους βασικούς παγκόσμιους και περιφερειακούς παίκτες, επιδιώκει να συνενώσει τα συμφέροντά τους προσελκύοντάς τους στην υλοποίηση των έργων μεγάλης κλίμακας, ακολουθεί ενεργή γραμμή στους Διεθνείς Οργανισμούς, προσπαθεί να διευρύνει τη γεωγραφία των διμερών του σχέσεων.
Το Αζερμπαϊτζάν κάνει τα μέγιστα για να δημιουργήσει μια ζώνη ειρήνης και ασφάλειας, διαλόγου και συνεργασίας στην περιοχή. Ενώνει τις χώρες και τις ηπείρους χάρη σε ενεργειακά, μεταφορικά και ανθρωπιστικά έργα μεγάλης κλίμακας. Συμμετέχει ενεργά στις διεθνείς προσπάθειες για την κατοχύρωση της περιφερειακής ασφάλειας (αρχίζοντας από το 1999 περίπου 2000 Αζέροι ειρηνοποιοί διασφάλιζαν την ειρήνη στο Κόσοβο, το Αφγανιστάν και το Ιράκ), συμβάλλει αποτελεσματικά στις διαδικασίες της παγκόσμιας και περιφερειακής συνεργασίας, διαδραματίζει κεντρικό ρόλο στην κατοχύρωση της ενεργειακής ασφάλειας των γειτονικών χωρών (Γεωργία, Τουρκία) και της Ευρώπης, στην ανάπτυξη του διαπολιτισμικού διαλόγου. Ως αποτέλεσμα στις μέρες μας το Αζερμπαϊτζάν έγινε ένας σπουδαίος και με επιρροή παίκτης της περιφερειακής και παγκόσμιας πολιτικής, σημαντικός παράγοντας της σταθερότητας και ανάπτυξης του Νότιου Καυκάσου.
Ο ενεργός του ρόλος στις διεθνείς σχέσεις επέβαλε τη διεύρυνση της γεωγραφίας και την αλλαγή του περιεχομένου της εξωτερικής πολιτικής του Αζερμπαϊτζάν. Αυτή τη στιγμή το Αζερμπαϊτζάν έχει ήδη 74 διπλωματικές αποστολές στο εξωτερικό. Παράλληλα με τις παραδοσιακές περιοχές, στη σφαίρα συμφερόντων του Μπακού εντάσσονται σήμερα και η Λατινική Αμερική, η Αυστραλία, η νοτιοανατολική Ασία και ο νότος της Αφρικής.
Σ’ ό,τι αφορά το καινούριο περιεχόμενο της εξωτερικής του πολιτικής, το Αζερμπαϊτζάν χορηγεί ολοένα και περισσότερους πόρους για την υλοποίηση των προγραμμάτων ανθρωπιστικής βοήθειας και κοινωνικοοικονομικής ανάπτυξης, την κατάρτιση εθνικών διπλωματικών στελεχών για τις χώρες του εξωτερικού. Ειδικότερα, το Ταμείο ανάπτυξης των χωρών της Αφρικής, της Λατινικής Αμερικής και της Καραϊβικής (IFC ALAC Fund) που συστάθηκε από τον Διεθνή Οργανισμό Χρηματοδότησης το Μάρτιο του 2010 έλαβε από το Αζερμπαϊτζάν περίπου 100 εκ. δολάρια. Η Διπλωματική Ακαδημία (του Υπουργείου Εξωτερικών)του Αζερμπαϊτζάν κάθε χρόνο εισάγει καινούριες ειδικότητες και εκπαιδευτικά προγράμματα για ξένους φοιτητές. Π.χ., το 2011 η Ακαδημία ξεκίνησε την εφαρμογή του Προγράμματος ερευνών του λεκανοπεδίου της Κασπίας, στο οποίο έλαβαν μέρος 42 διπλωμάτες από τις χώρες της Λατινικής Αμερικής, της Αφρικής και της Ασίας.
Για το λόγο αυτό ήταν αναμενόμενη η επιτυχία της αζερικής διπλωματίας στις εκλογές των μη μόνιμων μελών του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ που έλαβαν χώρα στις 24 Οκτωβρίου του 2011, όταν το Αζερμπαϊτζάν έγινε μη μόνιμο μέλος του ΣΑ του ΟΗΕ για τα έτη 2012—2013, έχοντας εξασφαλίσει τη στήριξη 155 χωρών-μελών του Οργανισμού. Η ψηφοφορία αυτή αποδεικνύει το αυξανόμενο βάρος και το ρόλο του Αζερμπαϊτζάν στην παγκόσμια κλίμακα. Η μη μόνιμη συμμετοχή του Αζερμπαϊτζάν στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ άρχισε την 1η Ιανουαρίου του 2012 και θα διαρκέσει έως τις 31 Δεκεμβρίου του 2013. Τον περασμένο Μάιο το Αζερμπαϊτζάν είχε την προεδρία του Συμβουλίου Ασφαλείας (την επόμενη φορά που η χώρα θα προεδρεύσει στο Συμβούλιο Ασφαλείας το Σεπτέμβριο του 2013).
Στις 26 Μαΐου του 2011, στη 16η Σύνοδο των υπουργών αδεσμεύτων χωρών στην πόλη Μπαλί (Ινδονησία), το Αζερμπαϊτζάν εξελέγη επίσης μέλος του κινήματος. 118 χώρες – μέλη του κινήματος – στήριξαν ομόψυχα το Αζερμπαϊτζάν και εξέφρασαν την πεποίθησή τους ότι η συμμετοχή της Δημοκρατίας μας στο κίνημα των αδεσμεύτων χωρών θα συμβάλει στη διεύρυνση της αποτελεσματικής συνεργασίας με τις χώρες-μέλη του οργανισμού. Κατά την επιλογή της χώρας μας ως μη μόνιμου μέλους του ΣΑ του ΟΗΕ τα μέλη του κινήματος των αδεσμεύτων χωρών – 38 αφρικανικές, 53 ασιατικές και 26 λατινοαμερικάνικες χώρες – στήριξαν το Αζερμπαϊτζάν, πράγμα που αποτέλεσε ένα πολύ σημαντικό βήμα.
ΕΚΤΟΣ, ΑΛΛΑ ΚΟΝΤΑ ΣΕ Ε.Ε. ΚΑΙ ΝΑΤΟ
Ένας από τους πρωταρχικούς τομείς της εξωτερικής πολιτικής του Αζερμπαϊτζάν είναι η ανάπτυξη των σχέσεων συνεργασίας με τις ευρωπαϊκές και ευρωατλαντικές δομές. Το Αζερμπαϊτζάν και η ΕΕ δουλεύουν με επιτυχία πάνω στο συντονισμό των διατάξεων της Συμφωνίας Σύνδεσης (Association Agreement) θεωρώντας την Συμφωνία αυτή ως νομική βάση για τη μελλοντική ανάπτυξη των διμερών σχέσεων στον τομέα της πολιτικής και της οικονομίας, τον δικαιϊκό και τον ανθρωπιστικό τομέα. Η θεμελιώδης θέση της χώρας μας πάνω σ’ αυτό το ζήτημα συνίσταται στο ό, τι το κείμενο αυτό πρέπει, παράλληλα με τις θέσεις για την ανάπτυξη της συνεργασίας, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, της δημοκρατίας, της κατίσχυσης του νόμου, να καταγράφει τη σαφή αφοσίωση των Βρυξελλών στις αρχές της κυριαρχίας, της εδαφικής ακεραιότητας και του απαραβίαστου των συνόρων του Αζερμπαϊτζάν.
Στην πορεία του πολιτικού διαλόγου με το ΝΑΤΟ συζητιέται η κατάσταση των μεταρρυθμίσεων στον τομέα της άμυνας, τα ζητήματα της διμερούς συνεργασίας, της περιφερειακής σταθερότητας, της κατοχύρωσης της ενεργειακής ασφάλειας. Πρωτίστης σημασία για το Μπακού, όπως, άλλωστε, και για την ασφάλεια ολόκληρου του Νότιου Καυκάσου, έχει η στήριξη από τη Συμμαχία της εδαφικής ακεραιότητας, της ανεξαρτησίας και της κυριαρχίας του Αζερμπαϊτζάν, η οποία κατοχυρώνεται στην τελική διακήρυξη της Συνόδου κορυφής του Σικάγο και η ετοιμότητα που εξέφρασε να συνεχίσει τη στήριξη των προσπαθειών για τη διευθέτηση των περιφερειακών συγκρούσεων στη βάση των αρχών αυτών.
Δεν θέτουμε ως στόχο την ένταξή μας στην ΕΕ και το ΝΑΤΟ, ωστόσο προτείνουμε να διαμορφωθεί μια εκ των πραγμάτων στρατηγική συνεργασία με τους οργανισμούς αυτούς πάνω σε ένα ευρύτατο φάσμα πολιτικών, οικονομικών και ανθρωπιστικών ζητημάτων. Η συνεργασία αυτή έχει μεγάλη σημασία για το Αζερμπαϊτζάν από την άποψη του εκσυγχρονισμού της κοινωνίας, της εφαρμογής των κοινωνικών, οικονομικών και νομικών μεταρρυθμίσεων, της κατοχύρωσης της ασφάλειας της χώρας και της αναβάθμισης του ρόλου της στις διεθνείς σχέσεις. Ωστόσο το Αζερμπαϊτζάν έχει εξίσου μεγάλη σημασία για την Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΝΑΤΟ. Η χώρα αυτή παίζει για την ΕΕ το ρόλο μιας αξιόπιστης μεταφορικής «πύλης» στην Κεντρική Ασία και είναι ένας σταθερός εταίρος του ΝΑΤΟ στην κατοχύρωση της ασφάλειας του Αφγανιστάν και ολόκληρης της περιοχής.
To Αζερμπαϊτζάν τάσσεται υπέρ της ανάπτυξης της δυναμικής διεθνούς συνεργασίας, μεταξύ άλλων, και στο πλαίσιο περιφερειακών οργανισμών, όπως η ΚΑΚ (Κοινοπολιτεία Ανεξαρτήτων Κρατών), η ΓΟΑΜ (Γεωργία, Ουκρανία, Αζερμπαϊτζάν, Μολδαβία), ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας Ευξείνου Πόντου (ΟΣΕΠ), ο Οργανισμός της Ισλαμικής Συνεργασίας (ΟΙΣ), το Συμβούλιο Συνεργασίας των Τουρκόφωνων Χωρών (ΣΣΤΧ).
Καθ’ όλη τη διάρκεια της τρισχιλιετούς του ιστορίας το Αζερμπαϊτζάν αποτελούσε έναν χώρο ειρηνικής συνύπαρξης και ανεκτικότητας μεταξύ διαφόρων θρησκειών, εθνικών ομάδων και φιλοσοφιών. Για το λόγο αυτό η χώρα μας συνειδητοποιεί την ιδιαίτερη ευθύνη της στην ανάπτυξη του διαθρησκειακού και του διαπολιτισμικού διαλόγου με σκοπό την ενδυνάμωση της ειρήνης και της συνεργασίας μεταξύ διαφόρων χωρών και λαών. Το 2009 το Μπακού επελέγη ως πρωτεύουσα του ισλαμικού πολιτισμού για όλη τη χρονιά (2009). Την άνοιξη του 2010 το Αζερμπαϊτζάν διοργάνωσε την Παγκόσμια Σύνοδο Κορυφής των Θρησκευτικών Ηγετών 32 κρατών, ενώ τον Απρίλιο του 2011 στο Μπακού με τη στήριξη του ΟΗΕ, του Συμβουλίου της Ευρώπης, της UNESCO και του Euronews πραγματοποιήθηκε το Παγκόσμιο φόρουμ για τον Διαπολιτισμικό Διάλογο (World Forum on Intercultural Dialogue), στο οποίο έλαβαν μέρος 500 εκπρόσωποι από διάφορες χώρες του κόσμου. Στις 10-11 Οκτωβρίου του 2011 με τη στήριξη του Προέδρου του Αζερμπαϊτζάν, Ιλχάμ Αλίγιεφ, και του τότε Προέδρου της Ρωσίας, Ντμίτρι Μεντβέντιεφ, στο Μπακού πραγματοποιήθηκε το Διεθνές Ανθρωπιστικό Φόρουμ. Τον ερχόμενο Οκτώβριο στο Μπακού θα πραγματοποιηθεί το 2ο Διεθνές Ανθρωπιστικό Φόρουμ και αναμένουμε ότι οι εκπρόσωποι της Ελλάδας θα λάβουν μέρος σ’ αυτό.
Η γεωστρατηγική θέση του Αζερμπαϊτζάν που βρίσκεται κατά μήκος των υπό διαμόρφωση μεταφορικών και ενεργειακών διαδρόμων Ανατολής - Δύσης και Βορά - Νότου, στη διασταύρωση των βασικών εμπορικών διαδρόμων, αποτελεί έναν σημαντικό παράγοντα μετατροπής της χώρας σε έναν ενεργειακό κόμβο και κόμβο υποδομών που συνδέει την Κεντρική Ασία, τον Καύκασο και την Ευρώπη μεταξύ τους.
Στο Αζερμπαϊτζάν - μια χώρα με ιστορία 150 χρόνων στην εξόρυξη πετρελαίου - υπάρχουν μεγάλα επιβεβαιωμένα κοιτάσματα πετρελαίου και φυσικού αερίου (περίπου 2,5 τρισ. κυβικά μέτρα φυσικού αερίου), έχει δημιουργηθεί μια σύγχρονη υποδομή για τη μεταφορά των υδρογονανθράκων στις διεθνείς αγορές. Στα χρόνια της ανεξαρτησίας έχει επανακατασκευαστεί και εκσυγχρονιστεί το δίκτυο των αγωγών πετρελαίου και φυσικού αερίου με τη Ρωσία, το Ιράν, τη Γεωργία και την Τουρκία. Η υποδομή αυτή χρησιμοποιείται ήδη για την εξαγωγή πετρελαίου και φυσικού αερίου στις παγκόσμιες αγορές. Αυτή τη στιγμή στον τομέα πετρελαίου και φυσικού αερίου του Αζερμπαϊτζάν εκπροσωπούνται οι 34 μεγαλύτερες παγκόσμιες εταιρείες από 15 χώρες.
Στα τέλη του 2017 – αρχές του 2018 αναμένεται ν’ αρχίσει η εξόρυξη φυσικού αερίου από το μεγαλύτερο κοίτασμα φυσικού αερίου στον αζέρικο τομέα της Κασπίας - Shah-Deniz-2 (αξία του έργου – 25 δισ. δολάρια, κοιτάσματα φυσικού αερίου – γύρω στο 1 τρισ. κυβικά μέτρα). Η παροχή του αζέρικου φυσικού αερίου στην Ευρώπη θα αποτελέσει έναν σημαντικότατο παράγοντα ενίσχυσης της ενεργειακής ασφάλειας των ευρωπαϊκών χωρών. Η γεωπολιτική σημασία του εργου είναι τεράστια – για πρώτη φορά στην ιστορία του 20ού -21ου αιώνα οι ευρωπαϊκές χώρες θα αποκτήσουν μια αξιόπιστη εναλλακτική λύση σ’ ό, τι αφορά την προμήθεια φυσικού αερίου – αρχικά από το Αζερμπαϊτζάν και στη συνέχεια, πιθανόν, και από τις χώρες της Κεντρικής Ασίας. Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες αποδίδουμε μεγάλη σημασία στην Ελλάδα, η οποία μπορεί να αποτελέσει μια «ενεργειακή πύλη» για την εξαγωγή του αζέρικου φυσικού αερίου στην Ευρώπη.
Ένα άλλο μεγάλο διεθνές έργο που υλοποιείται πολύ δυναμικά από το Αζερμπαϊτζάν από κοινού με τους γείτονές του προβλέπει την κατασκευή και την ανάπτυξη της περιφερειακής σιδηροδρομικής γραμμής Μπακού-Τιφλίδα-Καρς. Η στρατηγική σημασία της γραμμής αυτής συνίσταται στο ότι, όχι απλώς θα συνδέσει τις οικονομίες του Αζερμπαϊτζάν, της Γεωργίας και της Τουρκίας, αλλά θα δημιουργήσει επίσης τη δυνατότητα για τη μεταφορά των εμπορευμάτων όλων των ειδών μεταξύ της Ευρώπης, της Κεντρικής Ασίας και της Κίνας.
Τα έργα που υλοποιούνται από το Αζερμπαϊτζάν και τους εταίρους του – Μπακού-Τιφλίδα-Τζεϊχάν (αγωγός πετρελαίου), Μπακού-Τιφλίδα-Ερζερούμ (αγωγός φυσικού αερίου), Μπακού-Τιφλίδα-Καρς, Southern Gas Corridor (παροχές φυσικού αερίου από την Κασπία στην Ευρώπη) έχουν τεράστια οικονομική και πολιτική σημασία. Ήδη συνδέουν τις περιοχές του Καυκάσου και της Κεντρικής Ασίας με την Ευρώπη. Είναι εξίσου σημαντικό το γεγονός ότι οι ίδιες οι χώρες της Ευρώπης αποκτούν τη μοναδική δυνατότητα να εξασφαλίσουν πρόσβαση στις αγορές των χωρών της Ασίας και της Άπω Ανατολής, οι οποίες στο μέλλον θα διαδραματίσουν ένα ρόλο-κλειδί στην παγκόσμια οικονομία.
Στην υλοποίηση της ανεξάρτητης και δυναμικής εξωτερικής του πολιτικής το Αζερμπαϊτζάν στηρίζεται πάνω σε μια στέρεα οικονομική και χρηματοπιστωτική βάση. Στα 20 χρόνια της ανεξάρτητης ανάπτυξης (από το 1991 έως το 2011) και αποτελεσματικής χρήσης των εσόδων από την υλοποίηση των ενεργειακών έργων (αρχίζοντας από το 1997) ο όγκος της οικονομίας της χώρας έφτασε τα 52 δισ. δολάρια ΗΠΑ, δηλαδή τα τελευταία 6 χρόνια αυξήθηκε πάνω από 4 φορές (από 12 δις. το 2005). Το 2012 - σύμφωνα με την πρόβλεψη του ΔΝΤ - το ΑΕΠ θα αυξηθεί κατά 3%. Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ το 2012 θα ανέλθει σε 6.000 δολ., η πρόβλεψη για το 2015 είναι 7.500 δολ. Τα έσοδα του κρατικού προϋπολογισμού το 2012 θα είναι 20 δισ. δολ. Αυτή τη στιγμή το Αζερμπαϊτζάν είναι αδιαμφισβήτητος οικονομικός ηγέτης στην περιοχή – ο όγκος της οικονομίας του ανέρχεται στο 75% του όγκου του ΑΕΠ ολόκληρου του Βόρειου Καυκάσου.
Οι τόσο υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης εν πολλοίς έχουν σχέση με τον μεγάλο όγκο επενδύσεων – από το 1995 έως το 2010 στην οικονομία της χώρας επενδύθηκαν 95 δισ. δολάρια, περιλαμβανομένων των 55 δισ. ξένων επενδύσεων. Ωστόσο, το Αζερμπαϊτζάν περνάει σταδιακά από την προσέλκυση των πιστώσεων και ξένων επενδύσεων στην ανάπτυξη της οικονομίας του χάρη στις ίδιες επενδύσεις – το 2011 οι επενδύσεις στην οικονομία του Αζερμπαϊτζάν ανήλθαν σε 20 δισ. δολάρια, από τα οποία μόλις 7 δισ. ήταν ξένες επενδύσεις. Ως αποτέλεσμα, μόνο το πρώτο τρίμηνο του 2012 στην οικονομία του Αζερμπαϊτζάν άνοιξαν 20 χιλιάδες μόνιμες θέσεις εργασίας. Παρά τα τεράστια κοιτάσματα πετρελαίου και φυσικού αερίου που διαθέτει, το Αζερμπαϊτζάν έθεσε ως προτεραιότητα της κοινωνικοοικονομικής του πολιτικής την ανάπτυξη του μη-πετρελαϊκού τομέα, πρώτα και κύρια της αγροτικής οικονομίας και των τεχνολογιών πληροφορικής. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι η αύξηση του ΑΕΠ στον μη-πετρελαϊκό τομέα ξεπερνά την αύξηση του ΑΕΠ σε όλη την οικονομία – το 2011 ήταν 9,4%, ενώ το πρώτο τρίμηνο του 2012 – 7,7%.
Το στρατηγικό συναλλαγματικό απόθεμα του Αζερμπαϊτζάν στις αρχές του 2012 έφτασε έναν τεράστιο αριθμό για τη χώρα – 43 δισ. δολάρια. Για το λόγο αυτό στη συνεδρίαση της κυβέρνησης τον Απρίλιο του 2012 ο Πρόεδρος του Αζερμπαϊτζάν, Ιλχάμ Αλίγιεφ, έθεσε ως στόχο την αποτελεσματικότερη διαχείριση των μεγάλων οικονομικών πόρων και τη δυναμική έξοδο στις παγκόσμιες οικονομικές αγορές. «Το Αζερμπαϊτζάν ως πολιτική δύναμη ήδη συμμετέχει στην επίλυση παγκόσμιων ζητημάτων. Λαμβάνοντας υπόψη τους οικονομικούς μας πόρους, πρέπει να συμμετέχουμε και ως οικονομική δύναμη», δήλωσε ο πρόεδρος της χώρας. Το Αζερμπαϊτζάν ήδη είναι χώρα-χορηγός και υλοποιεί μεγάλες επενδύσεις στην οικονομία όχι μόνο των γειτονικών χωρών (Ρωσία, Γεωργία, Ουκρανία, Τουρκία, Ιράν), αλλά και ευρωπαϊκών χωρών.
Δυστυχώς, η σύγκρουση μεταξύ της Αρμενίας και του Αζερμπαϊτζάν εξαιτίας του Ναγκόρνο Καραμπάχ εμποδίζει την ανάπτυξη του Αζερμπαϊτζάν και ολόκληρης της περιοχής του Νότιου Καυκάσου. Όπως και κατά την περίοδο της «Πρώτης Δημοκρατίας» (1918-1920), ο αρμένικος παράγοντας έπαιξε καταστροφικό ρόλο και στη νεότερη ιστορία του Αζερμπαϊτζάν (αρχίζοντας από το 1991). Ως αποτέλεσμα της στρατιωτικής επιθετικότητας της Αρμενίας οι ένοπλες δυνάμεις της κατέλαβαν περίπου το 20% της έκτασης του Αζερμπαϊτζάν, περίπου ένας στους εννιά κατοίκους της χώρας εκτοπίστηκε ή έγινε πρόσφυγας. Έχει προκληθεί τεράστια ζημιά στην οικονομία, την οικολογία και την πολιτιστική μορφή των κατεχόμενων περιοχών.
Η κατακτητική πολιτική της Αρμενίας εφαρμόζεται με τη συγκάλυψη του συνθήματος «για το δικαίωμα αυτοδιάθεσης των λαών». Το Αζερμπαϊτζάν στηρίζει την αρχή της αυτοδιάθεσης, επειδή ακριβώς χάρη σ’ αυτήν ο αζέρικος λαός, όπως και ο αρμένικος, μέσα στον 20ό αιώνα - το 1918 και το 1991 – δυο φορές ανακήρυξε την ανεξαρτησία του. Ωστόσο, θεωρούμε ότι η αρχή αυτή έχει σαφή όρια, τα οποία καθορίζονται από το διεθνές δίκαιο. Η παραβίαση των ορίων αυτών οδηγεί στον αυτονομισμό και δημιουργεί απειλή για την ασφάλεια όλης της περιοχής του Καυκάσου. Η «Διακήρυξη των αρχών του Διεθνούς Δικαίου» που υιοθετήθηκε στις 24 Οκτωβρίου του 1970 από τη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ καθορίζει ότι η αρχή αυτή «δεν πρέπει να ερμηνεύεται με την έννοια ότι ενθαρρύνει οποιεσδήποτε ενέργειες που οδηγούν στην επιμέρους ή την πλήρη παραβίαση της εδαφικής ακεραιότητας των κυρίαρχων και ανεξάρτητων κρατών». Στο προοίμιο της Διακήρυξης επισημαίνεται επίσης ότι «οποιαδήποτε προσπάθεια που αποβλέπει σε επιμέρους ή πλήρη παραβίαση της εθνικής ενότητας και εδαφικής ακεραιότητας των κρατών ή της πολιτικής τους ανεξαρτησίας, είναι ασυμβίβαστη με τους σκοπούς και τις αρχές του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ».
Με άλλα λόγια, το Διεθνές Δίκαιο δεν είναι ένας «τιμοκατάλογος εστιατορίου», από τον οποίο μπορείς να επιλέξεις κάποιες αρχές «κατά το γούστο σου», για την υλοποίηση των α’ ή β’ πολιτικών σκοπών. Είναι ένα σύστημα, στο οποίο όλες οι αρχές, περιλαμβανομένου του απαραβίαστου των συνόρων και της αυτοδιάθεσης, είναι αλληλένδετες, ενισχύουν η μία την άλλη και όλες μαζί καλούνται να προστατεύουν από τις πράξεις επιθετικότητας, να διασφαλίζουν την ειρήνη, την ασφάλεια και την ανάπτυξη.
Αυτή είναι η θέση του Διεθνούς Δικαίου. Ακριβώς γι’ αυτό το λόγο το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ στα τέσσερα ψηφίσματά του που υιοθετήθηκαν το 1993 – αρ. 822, 853, 874 και 884 – στήριξε πέρα ως πέρα την κυριαρχία και την εδαφική ακεραιότητα του Αζερμπαϊτζάν και υπογράμμισε το απαράδεκτο της βίαιης κατάληψης των εδαφών του. Ο ΟΗΕ αναγνώρισε επίσης το Ναγκόρνο Καραμπάχ ως αναπόσπαστο κομμάτι του Αζερμπαϊτζάν, κάλεσε σε άμεση, πλήρη και ανεπιφύλακτη απομάκρυνση των δυνάμεων κατοχής απ’ όλες τις κατειλημμένες περιοχές του Αζερμπαϊτζάν. Ανάλογη στάση κράτησε και η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ και οι άλλοι Διεθνείς Οργανισμοί, περιλαμβανομένου του ΟΑΣΕ, του Συμβουλίου της Ευρώπης, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Οργανισμού της Ισλαμικής Συνεργασίας.
Δυστυχώς, παρά την ομόψυχη στάση της διεθνούς κοινής γνώμης, τα εδάφη του Αζερμπαϊτζάν εξακολουθούν να τελούν υπό κατοχή. Αντί να διεξάγει με έντιμο τρόπο τις διαπραγματεύσεις ούτως ώστε να διευθετηθεί η σύγκρουση, η Αρμενία επιδιώκει να κατοχυρώσει τα αποτελέσματα της εισβολής της, πράγμα που μπορεί να οδηγήσει σε απρόβλεπτες συνέπειες. Συγκεκριμένα, την περίοδο που πέρασε από την έναρξη της σύγκρουσης οι αρχές της Αρμενίας ενθάρρυναν έναν μεγάλο αριθμό ανθρώπων να μετακομίσουν στις κατεχόμενες περιοχές, από τις οποίες έχουν εκδιωχθεί οι Αζέροι. Το 2005 ο ΟΑΣΕ έστειλε αποστολή στις κατεχόμενες περιοχές για να διερευνήσει τα γεγονότα, η οποία διαπίστωσε τον εποικισμό τους και κάλεσε την Αρμενία να «απέχει από οποιονδήποτε περαιτέρω εποικισμό των κατεχόμενων περιοχών του Αζερμπαϊτζάν».
Εκμεταλλευόμενη την ατμόσφαιρα της ατιμωρησίας, η Αρμενία συνεχίζει να προκαλεί τεράστια ζημιά στην οικονομία, την οικολογία και την πολιτιστική μορφή των κατεχόμενων περιοχών. Καταστρέφει στις κατεχόμενες περιοχές τις υλικές αποδείξεις που επιβεβαιώνουν τις πολιτιστικές και ιστορικές ρίζες του Αζερμπαϊτζάν. Καταστρέφονται μνημεία προχριστιανικού πολιτισμού, χριστιανικής και ισλαμικής λατρευτικής αρχιτεκτονικής. Ως αποτέλεσμα, στις κατεχόμενες περιοχές δεν έχει μείνει ούτε ένα ιστορικό ή πολιτιστικό μνημείο του Αζερμπαϊτζάν στο οποίο να μην έχει προκληθεί ζημιά. Έχουν προκληθεί ζημιές, αλλού μεγαλύτερες και αλλού μικρότερες, σε 500 αρχιτεκτονικά και αρχαιολογικά μνημεία, 44 χριστιανικούς ναούς, 10 τζαμιά, 9 ιστορικά ανάκτορα, 22 μουσεία (40 χιλιάδες εκθέματα) που είχαν μείνει στις κατεχόμενες περιοχές.
Ιδιαίτερη ανησυχία προκαλεί η πολιτική της ιδιοποίησης της ιστορικής και πολιτιστικής κληρονομιάς της χριστιανικής λατρευτικής αρχιτεκτονικής του Αζερμπαϊτζάν – των βασιλικών, των ναών, των μοναστηριών και των εκκλησιών – η οποία ακολουθείται από την Αρμενία. Ως γνωστόν, το Αζερμπαϊτζάν ήταν μία από τις πρώτες περιοχές στον Καύκασο όπου διαδόθηκε ο χριστιανισμός. Η οικοδόμηση εκκλησιών άρχισε εδώ ακόμη από τον 1ο-2ο αι. μ.Χ. την περίοδο της Καυκασιανής Αλβανίας – ενός κράτους που υπήρχε στην επικράτεια του σύγχρονου Αζερμπαϊτζάν. Τα χριστιανικά μνημεία που οικοδομήθηκαν στην επικράτειά του αποτελούν ένα σημαντικό μέρος της πολιτιστικής-ιστορικής και αρχιτεκτονικής εικόνας του Αζερμπαϊτζάν, το σύμβολο των στέρεων πολιτιστικών και ομολογιακών σχέσεων μεταξύ του αρχαίου Αζερμπαϊτζάν και της Βυζαντινής αυτοκρατορίας.
Η ταχύτατη διευθέτηση της ένοπλης σύγκρουσης στην περιοχή του Ναγκόρνο Καραμπάχ του Αζερμπαϊτζάν και γύρω απ’ αυτήν παραμένει βασικός στόχος για τη χώρα μας. Η σταδιακή επίλυση, η οποία παρουσιάστηκε από τους συμπροέδρους της ομάδας του Μινσκ του ΟΑΣΕ τον Δεκέμβριο του 2009 στην Αρμενία και το Αζερμπαϊτζάν έγινε κατ’ αρχήν δεκτή από το Αζερμπαϊτζάν ως βάση για τη διευθέτηση της σύγκρουσης στο σύνολό της. Το σχέδιο αυτό προβλέπει την απομάκρυνση των αρμένικων ένοπλων δυνάμεων από τις κατεχόμενες περιοχές του Αζερμπαϊτζάν, την αποκατάσταση όλων των συγκοινωνιών, την επιστροφή όλων των προσφύγων και εκτοπισμένων προσώπων στις πατρογονικές τους εστίες, τις διεθνείς εγγυήσεις ασφαλείας, περιλαμβανομένης της εγκατάστασης ειρηνευτικών δυνάμεων, το προσωρινό στάτους του Ναγκόρνo Καραμπάχ. Το Αζερμπαϊτζάν είναι έτοιμο να συνεχίσει τις διαπραγματεύσεις ούτως ώστε να καθοριστεί το τελικό στάτους του Ναγκόρνo Καραμπάχ μέσα στη Δημοκρατία του Αζερμπαϊτζάν. Δυστυχώς, η αρμένικη πλευρά καθυστερεί και δεν έχει δώσει ακόμη μια σαφή απάντηση στην πρόταση των συμπροέδρων.
Τον Μάιο συμπληρώθηκαν 20 χρόνια από την ημέρα που κατελήφθη η πρωτεύουσα του Καραμπάχ – η πόλη Shusha – και που άρχισε η δυναμική φάση της αρμένικης εισβολής κατά του Αζερμπαϊτζάν.
Η διεθνής κοινότητα δεν πρέπει να ακολουθεί την πολιτική του κατευνασμού του εισβολέα. Αναμένουμε πιο αποφασιστικές ενέργειες ούτως ώστε να αποκαταστήσουμε τις αρχές του Διεθνούς Δικαίου στην περιοχή.
Η πρωτοκαθεδρία και η ευθύνη. Οι λέξεις αυτές τέθηκαν στον τίτλο του άρθρου, επειδή, κατά τη γνώμη μου, χαρακτηρίζουν με πολλή σαφήνεια την ουσία της σύγχρονης εξωτερικής πολιτικής του Αζερμπαϊτζάν. Ως περιφερειακός ηγέτης, το Μπακού συνειδητοποιεί την ευθύνη του για την κατοχύρωση της ασφάλειας και της ανάπτυξης όχι μόνο στην περιοχή, αλλά και σε ολόκληρο τον κόσμο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου